πρωτομέλτεμα

πρωτομέλτεμα
τα, Ν
(μετεωρ.) ελαφρά μελτέμια που πνέουν κατά το πρώτο δεκαήμερο τού Απριλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + μελτέμι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωτομέλτεμα — τα ελαφροί περιοδικοί άνεμοι (μελτέμια) που φυσούν κατά το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”